Τα Τέλη Φωτισμού και Καθαριότητας δεν είναι φόρος αλλά τέλη ανταποδοτικά. Είναι πράγματι μία υποχρέωση των δημοτών, η οποία όμως έχει τον χαρακτήρα της ειδικής αντιπαροχής, δηλαδή πρέπει να παρέχεται στον δημότη αντίστοιχη υπηρεσία από τον εκάστοτε Δήμο. Σκοπός της πληρωμής δεν είναι η γενική και αόριστη ανάγκη του δήμου να έχει πόρους, αλλά να καλύπτει ακριβώς το κόστος της υπηρεσίας.
Με δυο λόγια τα τέλη καθαριότητας που καταλογίζονται στους πολίτες δεν μπορεί να είναι περισσότερα από τα χρήματα που απαιτούνται από το Δήμο για υπηρεσίες: καθαριότητας των οδών, πλατειών και κοινόχρηστων εν γένει χώρων, περισυλλογής, αποκομιδής και διαθέσεως απορριμμάτων, για την κατασκευή και λειτουργία κοινόχρηστων αποχωρητηρίων, για τον φωτισμό των δρόμων κλπ.
Δεν είναι λίγες οι φορές που οι κτηνοτρόφοι στην περιοχή του Πενταλόφου, μίας κατεξοχήν κτηνοτροφικής περιοχής στον δήμο Ωραιοκάστρου, παραπονιούνται για ελλιπείς υπηρεσίες από πλευράς του δήμου, τη στιγμή μάλιστα που καταβάλλουν υψηλά ανταποδοτικά τέλη για τις κτηνοτροφικές μονάδες τους. Τα τέλη απαιτούν ανταποδοτικότητα και οι ΟΤΑ πρέπει να προσφέρουν σε όλους τους πολίτες υπηρεσίες αντίστοιχες με τα τέλη κι αν αυξάνουν τα τέλη, να παρέχουν περισσότερες υπηρεσίες από ότι πρωτύτερα.
Για το θέμα μίλησε στο «ΠΟΛΙΤΗΣ news» η Πετρούλα Αν. Κίτσου, δικηγόρος -LL.M. Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικών Επιστημών και Διδάσκουσα στον Διατμηματικό ΠΜΣ του ΑΠΘ «Δίκαιο και Μηχανική της Ενέργειας». Ειδικότερα, η κ. Κίτσου επισημαίνει τα εξής:
«Τον ανταποδοτικό χαρακτήρα των τελών Φωτισμού και Καθαριότητας η νομολογία των Ανώτατων Δικαστηρίων τον έχει καταστήσει σαφή σε όλους τους τόνους και με επανειλημμένες αποφάσεις, με την έννοια ότι αποτελούν αντιπαροχή για τις υπηρεσίες καθαριότητας και φωτισμού που παρέχουν οι δήμοι, δεδομένου ότι οι εν λόγω υπηρεσίες ωφελούν προεχόντως τους εγκατεστημένους στην περιοχή του οικείου Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης που βαρύνονται με την καταβολή του.
Όπως άλλωστε έχει επανειλημμένα εντοπίσει ο Συνήγορος του Πολίτη, σε αρκετές περιπτώσεις, παρατηρείται αναντιστοιχία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής. Οι περιπτώσεις αυτές αφορούν ακίνητα με μεγάλη επιφάνεια, τα οποία δεν έχουν, εξίσου, αυξημένες αντικειμενικά ανάγκες υπηρεσιών καθαριότητας. Το γεγονός, όμως, ότι ως βάση για τον υπολογισμό των τελών λαμβάνεται το εμβαδόν, τους διαμορφώνει τη σχετική υποχρέωσή τους σε ύψος δυσανάλογο προς την αξία της παροχής που απολαμβάνουν.
Στις περιπτώσεις αυτές πρέπει οι Δήμοι να εισαγάγουν ειδικό συντελεστή τέλους καθαριότητας για τις συγκεκριμένες κατηγορίες ακινήτων.
Ακόμη σοβαρότερο είναι το ζήτημα στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει καν υποδομή από τους Δήμους και δεν προσφέρονται καν οι αντίστοιχες υπηρεσίες. Εάν δεν επωφελείται καθ’ οιονδήποτε τρόπο ο ιδιοκτήτης ή ο ενοικιαστής ενός ακινήτου από τέτοιες υπηρεσίες, καθαρισμού ή φωτισμού, δεν υφίσταται και δυνατότητα των Δήμων να επιβάλλουν και να εισπράττουν το αντίστοιχο τέλος.
Οι αμφιβολίες
Εάν κάποιος δημότης, διατηρεί αμφιβολίες για την υποχρέωση του και για τέλη που κατέβαλε, καλό είναι είτε να εξετάσει τους παλιούς λογαριασμούς των τελευταίων ετών ή να απευθυνθεί στον ίδιο το Δήμο ή στον πάροχο ηλεκτρικής ενέργειας (ΔΕΗ κ.λπ.), να υποβάλει αίτημα για το ακριβές ποσό που κατέβαλε και να το αναζητήσει ως αχρεωστήτως εισπραχθέν. Ενδεικτικά, αναφέρομαι σε βιομηχανικές, πτηνοτροφικές, αγροτικές εγκαταστάσεις που, ούσες απομακρυσμένες από οικισμούς, δεν τους παρέχονται σχετικές υπηρεσίες.
Τα μη ηλεκτροδοτούμενα
Τέλος, οι δημότες πρέπει να ενημερωθούν για το γεγονός ότι μόλις τον Ιούλιο 2018 ψηφίστηκε νόμος που ξεκαθαρίζει το ζήτημα των μη ηλεκτροδοτούμενων ακινήτων.
Η παράγραφος 1 του άρθρου 3 του Ν.25/1975 τροποποιήθηκε και προβλέπει ότι: «Ακίνητα, στα οποία διακόπτεται η ηλεκτροδότηση, απαλλάσσονται από την καταβολή ενιαίου ανταποδοτικού τέλους καθαριότητας και φωτισμού, από την ημερομηνία υποβολής δήλωσης του ιδιοκτήτη τους ή του νόμιμου εκπροσώπου αυτού προς τον οικείο δήμο ότι δεν ηλεκτροδοτούνται και ότι δεν πρόκειται να χρησιμοποιηθούν. Μέχρι την υποβολή της ανωτέρω δήλωσης, τα τέλη οφείλονται…».
Δηλαδή από εδώ και πέρα απλοποιείται η σχετική διαδικασία, καθώς εφεξής για την απαλλαγή από την υποχρέωση καταβολής των εν λόγω τελών απαιτείται µόνο η υποβολή υπεύθυνης δήλωσης περί της διακοπής ηλεκτροδότησης και της µη χρήσης του ακινήτου προς τον αρμόδιο Δήμο, ο οποίος και φέρει την ευθύνη ελέγχου της ακρίβειας του περιεχομένου της εν λόγω δήλωσης. Βέβαια, εάν, παρά την υποβολή της δήλωσης διαπιστωθεί ηλεκτροδότηση ή χρήση του ακινήτου, επιβάλλεται το διπλό ποσό, ως πρόστιμο.
Εξάλλου, με το νέο Νόμο, οφειλές από τέλη καθαριότητας και φωτισμού, που αντιστοιχούν σε χρονικό διάστημα μέχρι την 19-7-2018 σε κτίσμα που είχε διακοπεί η ηλεκτροδότησή του και αυτό δεν χρησιμοποιούνταν, πρέπει να διαγραφούν από τους Δήμους, μετά από υπεύθυνη Δήλωση του Ιδιοκτήτη. Σημειωτέον, η προθεσμία για την υποβολή της απαιτούμενης Υπεύθυνης Δήλωσης από τον Ιδιοκτήτη ή τον υπόχρεο πρέπει να υποβληθεί μέσα σε προθεσμία 6 μηνών από τότε που άρχισε να ισχύει ο Ν. 4555/2018 (ΦΕΚ Α΄ 133/19.07.2018).
Ο νόμος επίσης προβλέπει ότι όσοι δεν έχουν πληρώσει τα τέλη, απαλλάσσονται αναδρομικά, ενώ όσοι τα έχουν πληρώσει δεν μπορούν να τα αναζητήσουν. Κατά τη γνώμη μου αυτή είναι λάθος προσέγγιση του νομοθέτη, καθώς με την συγκεκριμένη πρόβλεψη επιβραβεύει τον ασυνεπή έναντι του συνεπή, στις πληρωμές του, δημότη, αλλά αυτό είναι ένα ζήτημα που πιθανώς θα επιλυθεί από τα Δικαστήρια σε περίπτωση που προσφύγει κάποιος δημότης.
Η επιβολή τελών φωτισμού και καθαριότητες από πολίτες που δεν απολαμβάνουν αντίστοιχες υπηρεσίες αντίκειται στο νόμο, ωστόσο και οι δημότες με τη σειρά μας πρέπει να μην επαναπαυόμαστε, να απευθυνόμαστε στις αρμόδιες υπηρεσίες των Δήμων και να χρησιμοποιούμε τα εργαλεία που ο νόμος μας παρέχει».