ΆΡΘΡΟ του ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΑΡΔΑ*
Μία από τις σημαντικότερες προκλήσεις σε ό,τι αφορά στην ανάπτυξη και τις προοπτικές του αγροτικού τομέα στη χώρα μας είναι η σταδιακή αναπροσαρμογή του παραγωγικού μοντέλου με σκοπό την παραγωγή και διάθεση προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας, συμβατών με τα διεθνή αγροδιατροφικά και καταναλωτικά τρόφιμα.
Σε μια περίοδο στην οποία κρίνεται αναγκαίος ο αναπροσδιορισμός του μοντέλου αυτού, από την παραγωγή μη διεθνώς εμπορεύσιμων σε διεθνώς εμπορεύσιμα και ανταγωνιστικά προϊόντα, θεωρείται σημαντικός ο ρόλος του αγροδιατροφικού κλάδου τόσο στη διαμόρφωση του νέου αναπτυξιακού προτύπου της χώρας όσο και στην βελτίωση της εξαγωγικής της δραστηριότητας.
Προς την κατεύθυνση αυτή μπορεί να αξιοποιηθεί μελέτη μας, η οποία έχει εκπονηθεί πρόσφατα και έχει κατατεθεί στο Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης. Η μελέτη επιχειρεί να προσδιορίσει τόσο το μέγεθος της αγροδιατροφικής δραστηριότητας και τη συμβολή της στην ελληνική οικονομία όσο και τα μέτρα πολιτικής, τα οποία μπορούν να οδηγήσουν στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Το πρώτο μέρος της μελέτης αναφέρεται στις εξαγωγές και εισαγωγές αγροτικών προϊόντων και τροφίμων, που κατατάσσονται σε 132 κλάδους. Δίνει έμφαση στα 60 πρώτα (κατά φθίνουσα αξία) προϊόντα χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα υπόλοιπα θεωρούνται υποδεέστερα. Επίσης, προσδιορίζει παράλληλα τον βαθμό της εξειδίκευσής τους συγκρίνοντας από την άλλη τη δομή αυτή με την αντίστοιχη της ΕΕ. Γίνεται λοιπόν μια σύγκριση μεταξύ των ελληνικών και ευρωπαϊκών εξαγώγιμων προϊόντων με αποδέκτη τις χώρες του υπόλοιπου κόσμου.
Από τα στατιστικά στοιχεία της συγκριτικής αυτής μελέτης, διαπιστώθηκε πως τα Ελληνικά προϊόντα δεν είναι κατάλληλα εξειδικευμένα σύμφωνα με τις τάσεις της παγκόσμιας ζήτησης.
Οι επιδόσεις των ελληνικών αγροτικών εξαγωγών σε σχέση με τις ευρωπαϊκές καταγράφουν,σε παγκόσμια κλίμακα, μια ανισορροπία. Η διαπιστωμένη απουσία ενός μεγάλου μεριδίου της ελληνικής αγροτικής παραγωγής από το χάρτη της παγκόσμιας αγοράς αποτελεί μια εξέλιξη η οποία γεννά εύλογα πολλά ερωτήματα ως προς τον επαναπροσανατολισμό της εγχώριας παραγωγής, σύμφωνα με τα διεθνή καταναλωτικά και αγροδιατροφικά πρότυπα.
Για αυτόν ακριβώς το λόγο, θεωρείται αναγκαία:
– η ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής ενδιάμεσων και τελικών προϊόντων (άμεσα εξαρτημένων από τις εισαγωγές) με σκοπό την εκμετάλλευση του ελληνικού συγκριτικού πλεονεκτήματος. Ελληνική υπεροχή παρατηρείται στην παραγωγή, επεξεργασία αλλά και εξαγωγή προϊόντων, σε ομογενοποιημμενα παρασκευάσματα διατροφής ή επεξεργασμένα παρασκευάσματα φρούτων, ψαριών (φιλέτα καπνιστά) και λαχανικών, καθώς ρύζι, φυσικό μέλι, φρέσκα ή κατεψυγμένα φρούτα (μπανάνες, σύκα, λεμόνια), κρέας (προβατοειδών, αιγοειδών) και μαλάκια-μαλακόστρακα.
– η περαιτέρω ενίσχυση της ελληνικής παραγωγής και εξαγωγής συγκεκριμένων αγροδιατροφικών προϊόντων, τα οποία κατέχουν το μεγαλύτερο μερίδιο των ευρωπαϊκών εξαγωγών. Ενδεικτικά κάποια από τα προϊόντα αυτά είναι: επεξεργασμένα και παρασκευασμένα σάκχαρα, δημητριακά, αλεύρια, γαλακτοκομικά είδη(κρέμα γάλακτος, τυριά, βούτυρο) καθώς κριθάρι (χωρίς άλεση ή ζυθοποιίας), κρέας (βοοειδή, πουλερικά, άλογα), τσάι και όσπρια (μπιζέλια , ρεβίθια, φακές, φασόλια).
– η ενίσχυση της παραγωγής και εξαγωγής των αγαθών εκείνων που εξάγονται τόσο από την ΕΕ όσο και από την Ελλάδα καθώς θα αφυπνίσουν την αγροτική παραγωγή και θα συνεχίσουν να συμβάλουν στην ανοδική πορεία του όγκου των ελληνικών εξαγωγών. Τέτοιου είδους γεωργικά τρόφιμα και προϊόντα είναι: [παρασκευάσματα διατροφής (όπως ζυμαρικά-μακαρόνια και προϊόντα αρτοποιίας), προϊόντα κρεατικών (όπως πουλερικά και λουκάνικα), καφές και εκχυλίσματα καφέ, χυμοί φρούτων καθώς και γαλακτοκομικά προϊόντα (ορός γάλακτος)], [σιτηρά (σίτος, σκληρό σιτάρι, σιμιγδάλι και αραβόσιτο), φρούτα (πεπόνια, ροδάκινα, κεράσια , αβοκάντο , πορτοκάλια , μήλα , μανταρίνια, σταφύλια ), λαχανικά (κρεμμύδια, σκόρδα, λάχανα, μαρούλια), πατάτες και τομάτες όπως επίσης φρέσκα ή κατεψυγμένα ψάρια (σολομοειδή, ρέγκες, μαλακόστρακα)].
Το δεύτερο μέρος της μελέτης αναφέρεται στις λύσεις και τους τρόπους με σκοπό τον εξορθολογισμό και την επαναοριοθέτηση της εγχώριας παραγωγής καθώς και την ενίσχυση των ελληνικών γεωργικών εκμεταλλεύσεων, μέσα από μέτρα τα οποία βρίσκονται εκτός των χρηματοδοτήσεων της ΕΕ.
Σε όλο αυτό το πλέγμα των σχέσεων η μείωση του κόστους παραγωγής αποτελεί πρωταρχική προτεραιότητα. Στο θέμα αυτό προτείναμε στο αρμόδιο Υπουργείο έναν μηχανισμό κάθετης μείωσης των τιμών των αγροτικών φαρμάκων. Αυτή μπορεί να γίνει άμεσα και δικαιολογείται τόσο από την κοινοτική νομοθεσία (βλ. Οδηγία 649/2012),όσο και από τις σχετικές αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (1979, υπόθεση του Κασίς της Ντιζόν).
Δεδομένου ότι ο αγροδιατροφικός τομέας αποτελεί βασικό πυλώνα της ελληνικής οικονομίας θεωρείται ότι υπάρχουν σημαντικά περιθώρια βελτίωσης του αγροτικού κλάδου στην Ελλάδα. Μια αλλαγή στην αγροτική πολιτική –λαμβάνοντας υπόψη τις εκτιμήσεις για τις ευρωπαϊκές αλλά και παγκόσμιες γεωργικές αγορές –θα βελτιώσουν την διεθνή ελληνική ανταγωνιστικότητα και θα εκσυγχρονίσουν την ελληνική γεωργική παραγωγή.
*Ο κ. Δημήτρης Μάρδας είναι υποψήφιου βουλευτής Β’ Θεσσαλονίκης-ΣΥΡΙΖΑ, π.Αν. Υπουργός Οικονομικών, Καθηγητής ΑΠΘ