ΣτΕ: «Ταφόπλακα» στις προσδοκίες των δημοσίων υπαλλήλων για 13ο και 14ο μισθό

Συνταγματική κρίθηκε από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας η κατάργηση των δώρων στο Δημόσιο και συγκεκριμένα των επιδομάτων Χριστουγέννων, Πάσχα και θερινής άδειας που συνιστούσαν τους λεγόμενους 13ο και 14ο μισθό των δημοσίων υπαλλήλων.

Έτσι η Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, ανέτρεψε τις θετικές για τους δημοσίους υπαλλήλους αποφάσεις της επταμελούς σύνθεσης του ΣΤ΄ Τμήματος του ΣτΕ, που είχε κρίνει αντισυνταγματικές τις περικοπές των τριών επιδομάτων-δώρων, που έγιναν με το νόμο 4093/2012, βάζοντας ταφόπλακα στις διεκδικήσεις που είχαν εγείρει.

Στο σκεπτικό τους των αποφάσεών του -οι οποίες ελήφθησαν κατά πλειοψηφία- οι σύμβουλοι του ΣτΕ αναφέρουν, μεταξύ άλλων, πως η κατάργηση των τριών επιδομάτων, «τεκμηριώνεται επαρκώς» και δεν παρίσταται απρόσφορο μέτρο, και μάλιστα προδήλως, για «την επίτευξη των επιδιωκόμενων   σκοπών, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν ήταν αναγκαίο,δεδομένου ότι με αυτό το μέτρο, το οποίο εφαρμόζεται γενικά σε όλους τους μισθωτούς του δημόσιου τομέα, γίνεται προσπάθεια εξοικονόμησης και περιορισμού των διογκωμένων δαπανών της Γενικής Κυβέρνησης, η οποία υπαγορεύεται από επιταγές της Ε.Ε. για μείωση του υπερβολικού δημοσίου ελλείμματος».

Μάλιστα, επισημαίνουν πως «κατά τη λήψη του επίμαχου μέτρου, ο νομοθέτης είχε πλήρη επίγνωση όχι μόνο του εν γένει επιπέδου διαβίωσης του πληθυσμού της Χώρας, αλλά και ειδικά του επιπέδου διαβίωσης των δημοσίων υπαλλήλων, όπως προκύπτει από στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και το νέο ενιαίο μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων. Όπως επισημαίνουν οι δικαστές οι αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων ακόμη και μετά την κατάργηση των επίμαχων επιδομάτων «εξασφάλιζαν αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, τόσο σε σχέση με όσους διαβιούσαν στα όρια της φτώχειας όσο και με όσους απασχολούνταν στον ιδιωτικό τομέα με τον κατώτατο βασικό μισθό και ημερομίσθιο». Παράλληλα, η Ολομέλεια του ΣτΕ αναφέρει πως οι περικοπές δεν είναι αντισυνταγματικές καθώς αφορούν το σύνολο των δημοσίων υπαλλήλων αλλά και εκείνους του ευρύτερου δημόσιου τομέα, ενώ επισημαίνει ότι είναι διαφορετικό το ζήτημα της χορήγησης των επιδομάτων εορτών και αδείας στους υπαλλήλους του ιδιωτικού τομέα, «οι οποίοι αποτελούν διαφορετική κατηγορία, σε βάρος της οποίας έχουν επιβληθεί άλλα οικονομικής φύσεως μέτρα».

Οι δικαστές προχωρούν ένα ακόμη βήμα υπογραμμίζοντας στο σκεπτικό των αποφάσεων τους ότι «η τυχόν ύπαρξη εναλλακτικών λύσεων δεν καθιστά, ενόψει των ευρέων περιθωρίων εκτίμησης που απολαμβάνει ο νομοθέτης στη χάραξη της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής και του οριακού ελέγχου, στον οποίου υπόκειται κατά τούτο, από μόνη της μη αιτιολογημένη την επίδικη ρύθμιση, ούτε, άλλωστε, υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο η συγκεκριμένη επιλογή, αν, δηλαδή, ο νομοθέτης επέλεξε τον καλύτερο τρόπο χειρισμού του προβλήματος ή αν έπρεπε να είχε ασκήσει διαφορετικά την εξουσία του».